Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

176 Χρόνια τα ίδια και τα ίδια

Εκατόν εβδομήντα έξι χρόνια τα ίδια και τα ίδια στην <<ψωροκώσταινα>> και δεν βλέπω φώς στο τούνελ, που εντέχνως μας βαλαν οι <<δυνατοί>> αυτού του Πλανήτη.


Βασιλεῦ!
 Ὡς ἕνας καὶ ἐγὼ ἀγωνιστὴς εἰς τὰ περασμένα δεινὰ τῆς πατρίδος μου, ἐγνώρισα εἰς πολλὰ μέρη ἀνδρείους στρατιωτικοὺς καὶ τιμίους πολίτας, ὁποὺ ἐθυσίαζον καὶ τὴν κατάστασίν τους καὶ τὴν ἰδίαν ζωήν τους μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν διὰ νὰ ἰδοῦν μίαν ἡμέραν τὴν πατρίδα τους ἐλευθέραν. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐσκοτώθηκαν εἰς τὸν πόλεμον∙ ἄλλοι ἔμειναν αἰχμάλωτοι καὶ ἄλλοι ἐπληγώθησαν, καὶ τώρα μετὰ τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς πατρίδος τοὺς βλέπω νὰ περιπατοῦν εἰς τοὺς δρόμους γυμνοὶ καὶ ξυπόλυτοι∙ βλέπω χήρας καὶ ὀρφανὰ νὰ ζητοῦν ἔλεος διὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν πείναν τους, καὶ μὲ τὰ δάκρυα εἰς τὰ μάτια νὰ περιφέρωνται καὶ νὰ προξενοῦν ἐντροπὴν εἰς τὴν ἀχάριστον πατρίδα, διὰ τὴν ὁποίαν ἔχασαν τοὺς ἄνδρας των, ἔχασαν τοὺς γονεῖς των. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ τοὺς γνωρίζουν καὶ ἠμποροῦν νὰ πληροφορήσουν τὴν Κυβέρνησιν, κρύπτουν τὴν ἀλήθειαν καὶ φροντίζουν μόνον νὰ δώσουν τὰς ἀνταμοιβὰς εἰς τοὺς δούλους καὶ κόλακάς των, εἰς ἀνθρώπους ἀναξίους, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ πατρὶς δὲν γνωρίζει κανένα χρέος. Εἰς μὲν τοὺς καλοὺς καὶ δυστυχεῖς ἀγωνιστὰς λέγουν ὅτι ἡ πατρὶς εἶναι πτωχή, εἰς δὲ τοὺς κόλακάς των τὴν ἀποδεικνύουν πλουσίαν. Ἐὰν εἶναι πτωχή, καθὼς καὶ εἶναι βέβαια, ἔπρεπε νὰ εἶναι πτωχὴ εἰς ὅλους, καὶ ὄχι μόνον διὰ ἐκείνους, ὁποὺ ἐδοκίμασαν τόσους ἀγώνας, καὶ ἦλθαν εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν διὰ τὴν ἐλευθερίαν της.

Ἡ τοιαύτη ἀδικία κάμνει σήμερον πολλοὺς Ἕλληνας νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τῆς πατρίδος, καὶ νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς ἐχθρὸν χειρότερον ἀπὸ τὸν Τοῦρκον. Ἐγὼ ὅμως, Ὑψηλὴ Ἀντιβασιλεία,δὲν εἶμαι ἄδικος, ἀλλὰ ὡς εὐαίσθητος εἰς τὴν δυστυχίαν τόσων ἀγωνιστῶν, παρακινοῦμαι νὰ φανερώσω τὴν ἀδικίαν πρὸς τὴν κυβέρνησίν μου, τὴν ὁποίαν μετὰ Θεὸν σέβομαι καὶ τιμῶ καὶ ἀγαπῶ, καθὼς χρεωστεῖ νὰ κάμνῃ κάθε ἄνθρωπος ἀφωσιωμένος εἰς τὴν πατρίδα του. Ἂν ἡ πατρίς μας εἶναι πτωχή, διατὶ ἡμεῖς μερικοὶ Ἕλληνες νὰ παίρνωμεν ἀπὸ χίλιες δραχμὲς καὶ κάτω τὸν μήνα, οἱ δὲ συνάδελφοί μας νὰ ψωμοζητοῦν καὶ νὰ περιπατοῦν γυμνοὶ καὶ ξυπόλυτοι; Διὰ τὴν τιμὴν καὶ ὑπόληψιν καὶ τῆς πατρίδος καὶ τοῦ Βασιλέως μου κρίνω δίκαιον νὰ κόψωμεν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν μισθόν μας, διὰ νὰ δοθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Ἐγώ, ὅταν ἐπληγώθην εἰς τοὺς Μύλους τοῦ Ναυπλίου,ἔλαβα δῶρον ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, τὸ ὁποῖον εἶναι περίπου ἑκατὸν πενήντα δραχμὰς τὸν μήνα∙ τώρα λαμβάνω πολὺ περισσότερον μηνιαῖον μισθόν, δηλ. σχεδὸν τριακοσίας ἑβδομήκοντα δραχμάς.

Ὅθεν ἐγὼ πρῶτος παρακαλῶ τὴν Ἀντιβασιλείαν νὰ διατάξῃ νὰ κοπῇ αὐτὸς ὁ μισθός μου ὅλος, ἕως ὅτου ἡ Κυβέρνησις νὰ λάβῃ καιρὸν νὰ εὐθετήσῃ τὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ θεραπεύσῃ κατὰ τὸ καλύτερον, καὶ νὰ μὲ δοθοῦν πάλιν κατὰ μήνα αἱ ἑκατὸν πενήντα δρχ. εκεῖναι, καθὼς ἐξ ἀρχῆς μ’ ἔκρινεν ἄξιον ἡ πατρίς μου∙ ὁ δὲ μισθός μου ἂς δοθῆ εἰς ἄλλους δυστυχεῖς συναγωνιστάς μου, τῶν ὁποίων ἡ γύμνωσις καὶ ἀπελπισία, μὰ τὴν πατρίδα μου καὶ μὰ τὸν Βασιλέα μου, δὲν μ’ἀφήνει νὰ κοιμηθῶ ἡσύχως ὅλην τὴν νύκτα. Ἂν δὲν εἶχα τόσην φαμιλίαν, ἂν δὲν ἤμουν ἀσθενὴς τὸν περισσότερον καιρόν, καὶ ἂν δὲν εἶχα ἱκανὰ χρέη, δὲν ἤθελα νὰ δώσω καὶ αὐτὸ τὸ ὀλίγον βάρος εἰς τὴν πατρίδα μου. Δὲν εἶναι ἀμφιβολία, ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔχουν καλὰ αἰσθήματα καὶ μεγάλην ἀγάπην εἰς τὸν Βασιλέα μας∙ ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ μὴ ὑπάρχῃ κανένας, ὁποὺ νὰ νομίζῃ, ὅτι ἔχει δίκαια παράπονα εἰς τὴν ἀθωότητά του καὶ εἰς τὴν καλωσύνην του∙ ἐπιθυμῶ νὰ εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ νὰ μὴ εἶναι εἰς ἄλλους πτωχὴ ἡ πατρὶς καὶ εἰς ἄλλους πλουσία∙ ἀλλὰ νὰ ἀνταμείψη ὅλους ἐκείνους, ὁποὺ ἔπαθαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν της. Παρακαλῶ μὲ τὸ ἀνῆκον σέβας τὴν Ἀντιβασιλείαν, ἀφοῦ διατάξῃ ἀπὸ τὸ παρὸν τὴν παῦσιν τοῦ μισθοῦ μου, νὰ διατάξῃ νὰ μὲ δίδεται τὸ παλαιὸν τῆς πατρίδος σιτηρέσιον.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 15 Δεκεμβρίου 1834
Ἰωάννης Μακρυγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου